- παραπτέρωσις
- -ώσεως, ἡ, Μ1. (για οικοδομή) τό να έχει παράπτερον*2. τό να κατασκευάζει κανείς παράπτερον* σε οικοδομή και ιδίως σε ναό.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράπτερον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *παραπτερῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.